- επιανδάνω
- ἐπιανδάνω (Α)εφανδάνω, αρέσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανδάνω «δίνω ευχαρίστηση σε κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφανδάνω — ἐφανδάνω, επικ. τ. ἐπιανδάνω (Α) είμαι ευχάριστος, αρέσω, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («ἐμοὶ δ ἐπιανδάνει οὕτως», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁνδάνω «αρέσω»] … Dictionary of Greek